μεγαλοποίηση

μεγαλοποίηση
η
η παρουσίαση γεγονότος με υπερβολικό τρόπο, η πρόσδοση μεγέθους σε ασήμαντο περιστατικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλοποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δείνωση — η (Α δείνωσις) [δεινώ] (ως φιλολογικός όρος) η μεγαλοποίηση, ο υπερβολικός τονισμός στην παρουσίαση αρχ. 1. αγανάκτηση 2. η σύσπαση, το αγρίεμα των φρυδιών …   Dictionary of Greek

  • δεινοποίησις — δεινοποίησις, η (AM) [δεινοποιώ] η μεγαλοποίηση τών δυσκολιών, το να παρουσιάζονται τα πράγματα χειρότερα απ ό,τι είναι …   Dictionary of Greek

  • εκτραγώδηση — η διεκτραγώδηση, περιγραφή πράγματος ή καταστάσεως με τρόπο ζωηρό και δραματικό, μεγαλοποίηση …   Dictionary of Greek

  • εξόγκωση — η (AM ἐξόγκωσις) [εξογκώ] 1. αύξηση τού όγκου 2. μεγαλοποίηση, το να παρουσιάζεται κάτι ως μεγαλύτερο ή σοβαρότερο από ό,τι πραγματικά είναι νεοελλ. το σημείο που έχει εξογκωθεί …   Dictionary of Greek

  • επίχωση — η (AM ἐπίχωσις) [επιχώννυμι] επιχωμάτωση νεοελλ. βαθμιαία εξαφάνιση γήινου ανάγλυφου κάτω από τα ίδια του τα αποσαθρώματα μσν. εξόγκωση, μεγαλοποίηση …   Dictionary of Greek

  • κινδυνολογία — η [κινδυνολογώ] η κατά κόρον αναφορά και επισήμανση ανύπαρκτων στην πραγματικότητα κινδύνων ή η μεγαλοποίηση υπαρκτών κινδύνων («η μία παράταξη κατηγορεί την άλλη για κινδυνολογία») …   Dictionary of Greek

  • μεγάλωμα — το (Α μεγάλωμα) [μεγαλώνω] νεοελλ. 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μεγαλώνω, μεγέθυνση, αύξηση («το μεγάλωμα τού σπιτιού») 2. ανατροφή («μετά τον θάνατο τής μητέρας, η γιαγιά ανέλαβε το μεγάλωμα τών παιδιών») 3. ενηλικίωση 4. μεγαλοποίηση,… …   Dictionary of Greek

  • πλεονασμός — ο, ΝΜΑ [πλεονάζω] το αποτέλεσμα τού πλεονάζω, πλεόνασμα, περίσσευμα («πλεονασμὸς ὑγρότητος», Αριστοτ.) 2. γραμμ. τρόπος έκφρασης κατά τον οποίο ο ομιλητής ή συγγραφέας επαναλαμβάνει, συσσωρεύει και, γενικά, χρησιμοποιεί στον λόγο λεκτικά στοιχεία …   Dictionary of Greek

  • σκανδαλοθηρία — η, Ν [σκανδαλοθήρας] το κυνήγι τών σκανδάλων, η επίμονη αναζήτηση σκανδάλων και η αποκάλυψή τους, η υπερβολική ενασχόληση με κάθε είδους σκάνδαλα, πραγματικά ή και φανταστικά, η μεγαλοποίηση και η κατά κόρον δημοσιοποίησή τους, ιδίως με τα μέσα… …   Dictionary of Greek

  • υπέρθεση — η / ὑπέρθεσις, έσεως, ΝΜΑ [ὑπερτίθημι] η τοποθέτηση ενός πράγματος πάνω από ένα άλλο νεοελλ. 1. επαλληλία 2. εκπρόθεσμη εκπλήρωση υποχρέωσης, υπερημερία 3. (γεωμορφ.) διεργασία κατά την οποία ένα υδάτινο ρεύμα δεν ακολουθεί τη λιθολογική ή την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”